γκάγκστερ

γκάγκστερ
ο
(λ. αγγλ.), μέλος συμμορίας κακοποιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκαγκστερισμός — ο συμπεριφορά και μέθοδοι των γκάγκστερ: Παρουσιάστηκαν πολλά φαινόμενα γκαγκστερισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”